- φοινικοτρόφος
- φοινῑκο-τρόφος, ον,A bearing palms,
τόπος Str.17.3.23
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τόπος Str.17.3.23
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φοινικοτρόφος — bearing palms masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοινικοτρόφος — ον, Α (για τόπο) αυτός που τρέφει φοίνικες. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (III), οίνικος «είδος δένδρου» + τρόφος (< τρέφω), πρβλ. μηλο τρόφος, σταχυο τρόφος] … Dictionary of Greek